Ευσταθίου Δαμίρα

Σημεία και Τέρατα

(προλογίζει ο Κωστής Καναβούρας)





Mediocribus esse poetis non homines non di concessere - ούτε οι άνθρωποι ούτε οι θεοί συγχωρούν στον ποιητή τη μετριότητα, σύμφωνα με τον Οράτιο. Και στον Ευστάθιο Δαμίρα δεν υπάρχει κάτι για να συγχωρέσουμε, γιατί κάθε άλλο παρά μέτριος είναι. Ομως αυτού του είδους οι ποιητές μας φέρνουν σε αμηχανία : Τί να πεί κανείς για τον Ευστάθιο Δαμίρα που να μην ακούγεται λίγο; Τί να πεί κανείς για τον Ευστάθιο Δαμίρα που να μην είναι περιττό; Λίγα είναι αυτά που θα μπορούσαμε να πούμε με τη συνείδησή μας ήσυχη.
     Θα μπορούσαμε κατ' αρχήν να πούμε ότι για μια ακόμη φορά η ποίηση του Ευστάθιου Δαμίρα αποδεικνύεται πολυεπίπεδη. Για τον κοινό και αμύητο αναγνώστη, τον είλωτα των απατηλών του αισθήσεων με το κεφάλι στραμμένο στη γη, ο Ευστάθιος Δαμίρας είναι ένας οξυδερκής νους που στρέφει το κριτικό του βλέμμα σε διάφορα φαινόμενα, ιδίως δε καιρικά, όπως ο παγετών και η ανεμοθύελλα, ή κοινωνικά, όπως ο τσοπανισμός και η λυκανθρωπία.
    Μόνο ο ιδανικός -και συνεπώς ιδεατός- ιδεαλιστής και ορθολογιστής αναγνώστης θα αντιληφθεί μειδιώντας ότι η ενασχόληση του ποιητή με τα φαινόμενα δεν είναι παρά φαινομενική, ένα φαινόμενο η ίδια - μα τα φαινόμενα ως γνωστόν απατούν. Γι' αυτό άλλωστε και ο Ευστάθιος Δαμίρας παρουσιάζει το καθένα τους ως θαυμαστή fata morgana και όλα μαζί ως βαρειές κουρτίνες που πρέπει να τραβηχτούν για να φανεί πίσω τους το lux aeternum, ήτοι η σφαίρα των ιδεών και οι αιώνιες, καθαρές έννοιες. Εδώ είναι που ο lector idealis αγαλλιάζει, βλέποντας πλέον με τα μάτια της ψυχής του το σαθρό αριστοτελικό οικοδόμημα να σωριάζεται με πάταγο, σκεπάζοντας κάτω απ' τα συντρίμμια του τα τρισάθλια τσαντήρια του Hume, του Locke και κάθε άλλη εμπειριστική τρώγλη.
    Ωστόσο η ποίηση του Ευστάθιου Δαμίρα δεν είναι μειοψηφικής απευθύνσεως, καθώς ακόμη και στη μή πεφωτισμένη magna majoritas ο ποιητής προσφέρει απλόχερα την υπέρτατη ηδονή του Καθαρού Λόγου, όχι πλέον μόνο με την έννοια της καρτεσιανής-καντιανής Reine Vernunft -που, ως προελέχθη, αποτελεί privilegium του ιδανικού αναγνώστη- αλλά και υπό την έννοιαν του πλέον απαστράπτοντος και κρυστάλλινου, αδαμάντινου θα λέγαμε, ποιητικού λόγου που άνθισε στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία.
   Εξερευνώντας ως πιονιέρος δρόμους παραδοσιακούς, χαραγμένους από ένδοξους ποιητές-οδοστρωτήρες όπως οι Jakob van Hoddis, R.M. Rilke, H. Heine, W. Wordsworth, Ludwig Till και τόσοι άλλοι, ο Ευστάθιος Δαμίρας επαναπροσδιορίζει τις βασικές τροχιές της substantia poetica, ταρακουνώντας τούς από καιρό αδρανείς κριτικούς και εξαναγκάζοντάς τους να πλουτίσουν τη φιλολογική ορολογία με όρους όπως η Ungeheuerlichkeit [τερατοσύνη; τερατότητα;] κατ' αντιστοιχίαν προς την Unheimlichkeit που μας δίδαξαν ο Franz Kafka, o Arthur Machen και ο γερμανικός εξπρεσσιονισμός στο σύνολό του.
   Στο σημείο αυτό, μιλώντας για τη σημασία των όρων, θα υπενθυμίσουμε ότι με τον ίδιο τρόπο που για τους ιστορικούς οι θεσμικές αλλαγές αποτελούν την αποκρυστάλλωση και το επισφράγισμα των κοινωνικών αλλαγών , η χρήση νέων όρων και χαρακτηρισμών στη λογοτεχνική κριτική σηματοδοτεί τη γένεση των νέων λογοτεχνικών ειδών. Βάσει του κριτηρίου αυτού, στην περίπτωση του "Σημεία και Τέρατα" είμαστε μάρτυρες μιας κοσμογονίας..
   Και εξηγούμεθα: Δίκαια είπαν για τη νέα συλλογή του Ευστάθιου Δαμίρα ότι αποτελεί μια τερατωδία δίχως προηγούμενο στην παγκόσμια ποίηση. Τερατωδία όχι με την καταχρηστική και κοινή στην καθομιλουμένη σημασία της αποτρόπαιας πράξης, αλλά με τη σημασία της "περί τεράτων ωδής" και κατ' αντιστοιχίαν προς την τραγωδία και την κωμωδία. Χωρίς προηγούμενο, διότι όσο κι αν η παγκόσμιος λογοτεχνία βρίθει θαυμαστών και εξόχων τερατουργημάτων, με αποκορύφωμα ίσως αυτά του H.P. Lovecraft, όλα σχεδόν αφορούν τον πεζό λόγο. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις εμμέτρων τερατουργημάτων δυστυχώς αναλώνονται στην απλή περιγραφή, μη συλλαμβάνοντας την τερατική -η οποία ενέχει και την τραγική- διάσταση της Ungeheuerlichkeit, και ως εκ τούτου μη αξίζοντας τον τίτλο της τερατωδίας. Ηταν άλλωστε αναμενόμενο, η γη όπου είδαν το φως οι πρώτοι τραγωδοί και κωμωδοί να είναι και η πατρίδα του πρώτου τερατωδού.
   Ο Ευστάθιος Δαμίρας δεν είναι λοιπόν ένας απλός monstrorum artifex. Η κατανόηση της τερατικής φύσης και ψυχής δεν ξεκινά από την -αριστοτέλεια στη σύλληψή της- κατ' επαγωγήν απόδοση στα τέρατά του ανθρωπίνων ιδιοτήτων. Οσο κι αν γράφει γι' αυτά σε μια γλώσσα ανθρώπινη, άρα εξ ορισμού προσανατολισμένη στην ανθρώπινη υπόσταση, μας μεταφέρει μέρος της άφατης εμπειρίας του από τη φιλοσοφική και πνευματική του περιήγηση στις σφαίρες των καθαρών ιδεών, όπου η Ungeheuerlichkeit, ήτοι η Τερατότης ως φιλοσοφική έννοια, είναι αυθυπόστατη και ανεξάρτητη από τη δική μας φτωχή αντίληψη. Στη "Λίμνη", ο ίδιος ο Δαμίρας προβαίνει σε μια ποιητική Auseinandersetzung με το πρόβλημα. Ακριβώς στην υπερνίκηση του δεδομένου αυτού γλωσσικού εμποδίου, χάρη σε τρόπους που μιλούν απευθείας στην ψυχή, έγκειται και το μεγαλύτερο κατόρθωμά του.
   Θα μπορούσαμε στο σημείο αυτό να αναφερθούμε εκτενώς στην πληθώρα των εκφραστικών μέσων που χρησιμοποιεί ο ποιητής για να το πετύχει αυτό. Θα ήταν όμως σκόπιμο να εξοπλίσουμε τον αναγνώστη για μια σχολαστική ακαδημαϊκού τύπου ανάλυση του έργου, ενώ άοπλος θα παρεδίδετο αβίαστα και άνευ όρων στον ορμητικό χείμαρρο του Λόγου και της substantia poetica που, αναβλύζοντας κρουνηδόν από τις κρυστάλλινες πηγές του στα δυσθεώρητα ύψη του καθαρού πνεύματος, έρχεται να κατακλύσει νου και ψυχή; Η απάντηση είναι όχι, αν θέλουμε να ταυτίσουμε έστω και κατά προσέγγιση τους σκοπούς μας με αυτούς του ποιητή (στην υποθετική διάσταση όπου το έργο ενός ποιητή της τάξης του Ευστάθιου Δαμίρα θα μπορούσε να υπαγορεύεται ή να διέπεται από κάποιο σκοπό).
   Εν πάσει περιπτώσει, όποιος θέλει να δει τα "Σημεία και Τέρατα" ως μια ενδιαφέρουσα σπαζοκεφαλιά,θα βρει σ' αυτά ίσως την πιο πολύπλοκη και γοητευτική που έχει συναντήσει ποτέ. Οποιοσδήποτε ωστόσο τα διαβάσει χωρίς αυτή τη διάθεση, έχει κερδίσει μια -έστω και φευγαλέα - ματιά σε κάτι που ο Ανθρωπος δεν έχει καταφέρει μέχρι τώρα να περιγράψει με λόγια. Την από αιώνες ξεχασμένη ελπίδα ότι κάποτε -και ίσως πολύ σύντομα- θα το καταφέρει, ξυπνά και πάλι μέσα μας ο Ευστάθιος Δαμίρας.

Κ.Κ.      






Χειμών ΙΙ

Βαρύ η πόλις φέρει άγος
κι ένας θεός τήν τυραννά.
Ασπρίσαν δρόμοι και στενά
και σα γυαλί γλυστρά ο πάγος.

Πάγος πληρεί και τούς σωλήνες.
Κι ο χρόνος, ίδιος με νερό,
κρύσταλλο έγινε! Θαρρώ
πως δεν κυλούνε πια οι μήνες ...






Sintflut

Ανοίξαν πάνω μας τα μελανά ουράνια
ομβρίων υδάτων μάς κατέλουσαν κρουνοί
μ' έναν αχό που σού σκεπάζει τη φωνή
ως νά 'χε η πόλη μας χιλιάδες συντριβάνια.

Και ξαφνικά, απ' τής θαλάσσης τον πυθμένα
στρατοί από τέρατα προβάλαν μυθικά,
γοργόνες, τρίτωνες, τού βάθους ξωτικά.
Αφού παρήλαυσαν στούς δρόμους κορδωμένα,

μια βούλα βγάλαν τών θεών να επιδείξουν
κατακλυσμός πως είναι ετούτη η βροχή
και πως η πόλη μας τελεί υπό κατοχή
ωσότου ανέβουν τα νερά για να την πνίξουν.






Homo Homini Lupus

στον Wolfgang Isegrimm

Κάποτε ζούσαν δυό λυκάνθρωποι στην πόλη.
Ο είς γινόταν τα μεσάνυχτα ληστής:
τον εσκιαζόντουσαν και τον φοβούνταν όλοι
γιατί ήταν άτιμος, κακός και σαδιστής.

Κι ο άλλος έδειχνε του λόγου του 'μοβόρος
- ήτο λυκάνθρωψ γαρ, δεν έφταιγε γι αυτό-
μα ήταν μαζί και της αγάπης σταυροφόρος,
μες στην καρδιά του είχε πάντα το σωστό.

Γνησίου τζέντλεμαν αρίστους είχε τρόπους,
κρυφά συνέδραμε τις χήρες με ορφανά,
φερόταν τίμια σε όλους τους ανθρώπους
και συμμετείχε δίχως δόλο στα κοινά

Μιά φορά δε, στην τοπική εφημερίδα
σε πρωτοσέλιδο τον βγάλαν ρεπορτάζ,
όπου, μια νύχτα με βροχή και καταιγίδα,
άλλαζε λάστιχο στ' αμάξι μιας γιαγιάς.

Μόνο σαν φώτιζε τ' ολόγιομο φεγγάρι
πόθος για αίμα μέσα του άναβε φρικτός
κι έψαχνε κάποιον δυστυχή, παραπονιάρη,
που ο θάνατός του γι' αυτόν θά' ταν λυτρωμός.

Κι αφού τη μαύρη του την πείνα ξεγελούσε
κι απ' τη σελήνη ο νούς του γύριζε στη γή
σ' ένα σωρό όλα τα οστά τοποθετούσε
κι έλεγε πάνω τους σεμνά μια προσευχή.

Είναι ασυγχώρητη αυτή του η αμαρτία ;
Για ένα ελάττωμα μικρό τής φύσης ποιός
μία ψυχή θα καταδίκαζε αγία
και μιά καρδιά αγνή που σκόρπιζε το φώς ;

Θαρρώ κανείς! Κι είθε σ' αυτούς εδώ τους τόπους
όπου φωλιάζουν η κακία κι η αδικιά
χιλιάδες νά χαμε σαν δαύτον λυκανθρώπους,
τον ίσιο δρόμο μήπως βρίσκαμε ξανά.






Νότα Βουκoλική

στον Don Gervasio Montenegro

Βλάχος εις την καταγωγήν
διάγω βίον ως ποιμήν,
προβάτων δε αγέλην
βόσκω διά τα προς το ζήν
πότε εις τής Οίτης την κορφήν
πότε εις την Πεντέλην.

Τι κι αν χλευάζει ο Χάρρυ Κλύν
και άξεστον -ούτως ειπείν-
να μ' εμφανίζει θέλει ;
Ποιμήν θα μείνω αεί και νύν
εις την ωραίαν εξοχήν
όπου 'ναι όλα μέλι.






Ακου!

Τον λέγαν Χόρχ τον Γερμανό μηχανικό.
Στ' όμορφο Ingolstadt σχεδίαζε αμάξια
που ήταν - ωϊμέ - τής τόσης φήμης τους ανάξια.
Ενα τους σκόρπισε κι εδώ τον πανικό:

Το σκότος έσκιζαν μαχαίρια οι προβολείς
κι ήρεμη έδειχνε η νυχτιά πως θα κυλήσει,
μα μια στροφή είχε ανάποδη την κλίση -
τ' όχημα γλίστρησε πριν κίμινο να πείς.

Απογοήτευσε φρικτά το ABS
κι η πρόσθια κίνηση δεν πρόσθεσε ασφάλεια:
πλαγιολίσθηση σαν πάνω σε στραγάλια
κι εν συνεχεία, δίκην σβούρας τρείς στροφές.

Το πεζοδρόμιο πλησίασε ξαφνικά.
Στη βία τού κράσπεδου υπέκυψε ο άξων.
Φωνές τής κόλασης ηχήσαν δέκα κλάξον
και οι λυγμοί που αφήναν τα σιδερικά.

Πού ήσουν Χόρχ ν' ακούσεις τούτες τίς φωνές!
Κι ωστόσο σήμαινε το όνομά σου "Ακου"!
Βάφτισες έτσι και τ' αμάξια, μα τού κάκου:
μείναν κουφά στού οδηγού τις εντολές.

Σ.τ.Ε.
Ο August Horch (1886 - 1951) ήταν ταλαντούχος σχεδιαστής αυτοκινήτων και ιδρυτής τής αυτοκινητοβιομηχανίας Audi, τής οποίας το όνομα δεν είναι παρά η απόδοση στα Λατινικά τού επωνύμου του (προστακτική του audio = ακούω /γερμ. horchen = ακούω, αφουγκράζομαι).





Η Λίμνη

Τών υψιπέδων τις κατάχλωρες πλαγιές
αφού ξυρίσει μανιασμένο το αγιάζι
ταράσσει τα ύδατα μιάς λιμνης -τού Λοχ Νες,
που στον βυθό της πλάσμα άγνωστο λουφάζει.

Κανείς δεν τ' άγγιξε, κανείς δεν τό 'χει δεί,
ποτέ δεν έλαμψε γι αυτό το φώς τής μέρας
κι όμως μορφή τού αποδίδουν αηδή
οι Σκώτοι, όταν αναφέρονται στο "τέρας".

Κακό ποιό τάχα να τους έκανε μπορεί ;
Απ' τα σκοτάδια όπου τό 'κρυψε η φύση
φαρμακωμένο τους ακούει κι απορεί
κι έχει μιά λίμνη με το δάκρυ του γεμίσει.






Prayer from the Mountains of Madness

στον H.P. Lovecraft

Κύριε, Κύριε, Κύριε Σαβαώθ,
Δημιουργέ, που όλος ο κόσμος Σού ανήκει,
βάλε το χέρι Σου προτού ραγούν οι κρίκοι
που ενωμένα συγκρατούν τα Σεφιρόθ.

Εσύ, που έκανες του Αμμων Ρά, του Θώθ
και του Οσίρι τούς ναούς ψιλό χαλίκι,
απ' τήν ανείπωτη απάλλαξέ μας φρίκη
τών βδελυρών και καταχθόνιων Σογκόθ!

Πρωτοπλασματικές μάζες τού σκότους
μάς απειλούν, έργα φρικτά των Πρεσβυτέρων
που, πλανημένοι, αγνοήσαν το Θεό τους

και γίναν λάτρεις τών πεντάκτινων αστέρων...
...μα τούς πιστούς Σου, κι αν λαθόντες και ασώτους,
προστάτεψέ μας, Σύ, Πατέρα τών Πατέρων!


Σ.τ.Ε.
Ο αναγνώστης που έχει ήδη διαβάσει τα "Βουνά τής Τρέλας" του Howard Philips Lovecraft μπορεί να νοιώσει το κατανυκτικό δέος, την εναγώνια εν φρίκη προσμονή που αποπνέει η προσευχή αυτή του Ευστάθιου Δαμίρα.





Ο Βρυκόλαξ

-sanguinis sitis sitio-

Είμαι βρυκόλαξ! Μα δεν ντρέπομαι γι αυτό,
βρυκόλαξ ήμουν όσο ζώ κι όσο θυμάμαι.
Κείνες τις ώρες που κοιμάστε δεν κοιμάμαι:
από τίς φλέβες τού τραχήλου σας καυτό

και κατακόκκινο το αίμα σας ρουφώ-
ώ! πώς για αίμα οι βρυκόλακες διψάμε,
νύχτα και μέρα! Πιά τον ήλιο δεν φοβάμαι
και στον καθρέφτη να γυαλίζομαι μπορώ.

Φορώ επίσης και σταυρό,
δεν μ' ενοχλεί να τρώω σκόρδα
και στον καθεδρικό ναό

θεία του Bach ακούω ακκόρδα
-κι όμως ποτέ μου δεν ξεχνώ
τη μαύρη αμαρτωλή μου λόρδα.






Θεσσαλονίκη 23/11/1998

Μές στής πόλης μας το κέντρο
φύσηξε τρανός αήρ
κι όπου πρίν υπήρχε δέντρο
τώρα έμεινε κρατήρ.

"Dies irae, dies illa"
-ήρθε η μέρα τής οργής!
Οδυρμός κι ανατριχίλα
σαν κοιτάζω καταγής:

Γλάστρες, ξύλα και καλώδια
χαλασμού οικτρή εικών.
Ινα μή χτυπώ σ' εμπόδια
προχωρώ ακροβατών

πολεμώντας το Βαρδάρη
που όλη μέρα προσπαθεί
στούς αιθέρες να με πάρει
και μαζί μου να χαθεί.






Golem

Ω, Γκόλεμ, νά ξερες το πόσο σε φθονώ!
Εσύ γνωρίζεις οτι είσαι από χώμα
από την πρώτη σου στιγμή, κι εγώ ακόμα
αυτή τη γνώση με απόχη κυνηγώ

σαν πεταλούδα που πετά εδώ κι εκεί
κι έτσι πιστεύω πότε τούτο, πότε 'κείνο.
Εσύ έχεις πάνσοφο να σ' οδηγεί Ραββίνο
και σε διλήμματα δε μπλέκεσαι ψευδή.

Στο μέτωπό σου την Αλήθεια έχεις γραμμένη,
μα τ' αγνοείς. Και μάλλον έτσι είναι καλά,
γιατί αγνοείς και πως το τέλος σε προσμένει

με μιά απ' τού "Ρέμπε" σου το χέρι δαχτυλιά.
Αλί σε μάς, που, μ' ένα φόβο γεννημένοι,
στού Θείου Δάκτυλου ριγούμε τη σκιά...


Σ.τ.Ε.
Για τον αμύητο στις ταλμουδικές και καββαλιστικές παραδόσεις αναγνώστη ας σημειώσουμε πως ο Ραββίνος δίνει πνοή στο Golem του χαράζοντας πάνω στο μέτωπό του την εβραϊκή λέξη ΕΜΕΤ ("Αλήθεια"). Αρκεί να σβήσει κατόπιν με το δάχτυλό του το αρχικό γράμμα για να μείνει η λέξη ΜΕΤ ("Θάνατος") και το Golem να σωριαστεί ως άψυχος πλέον σωρός από χώμα.




Ανθολογία παλαιότερων έργων του Ε.Δαμίρα


Κεντρική Σελίδα