Quamquam ridentem dicere verum, quid vetat? (Αλλά να λέμε την Αλήθεια αστειευόμενοι,ποιός μας εμποδίζει?) είναι το ερώτημα του Οράτιου στις "Σάτιρες", και ο Ευστάθιος Δαμίρας, ο φέρελπις homo novus του λαμπρού ποιητικού μας στερεώματος, μέσα από ένα έργο σμιλεμένο fortiter in re, αλλά suaviter in modo, απαντά σθεναρά "ουδείς".
Υπερβαίνοντας και ανασκευάζοντας ab ovo τους μεταμοντέρνους νομιναλιστές, ο Ευστάθιος Δαμίρας με το οξυδερκές βλέμμα του σταθερά προσηλωμένο και συγκεντρωμένο στο -μόνιμο,αλλά απόκρυφο- θέμα του μέσα από τα κοίλα κάτοπτρα ενός ώριμου νεανικού ουλτραϊσμού, εντρυφεί στα πλατωνικά αρχέτυπα και τις έννοιες των πραγμάτων μ'έναν φαινομενικά παράδοξο και ωστόσο ουσιαστικά συνεπέστατο στη στρεβλωτική και ερμαφρόδιτη λογική του modus operandi. Ανεμίζοντας το λάβαρο του νεοπλατωνικού ρεαλισμού και με την ιαχή "nomina odiosa sunt!" στο στόμα, εκπορθεί το κάστρο της σταγειριτικής ονοματοκρατίας και αποτινάσσει διά παντός το δυσβάστακτο ζυγό των συμβάσεων της, σχολαστικά όμως αποφεύγοντας να θίξει άμεσα και ανοικτά το ζήτημα έστω και άπαξ. Εκ πρώτης όψεως διδακτικοί ή σατιρικοί, οι στίχοι του Ευστάθιου Δαμίρα υποσκάπτουν μυστικά δια της reductio ad absurdum τον αριστοτελικά συγκροτημένο νου του αναγνώστη, αφήνοντας να αποκαλυφθεί κάτι αρχέγονο και ακαθόριστο, διχως ωστόσο
να φανεί ποτέ με γυμνό οφθαλμό - αρκετά μόλις για να ενσταλαχθεί πάνω του μία ρανίς της περιεκτικότατης quintessence λυρικού άλγους που αναβλύζει de profundis και ρέει άφθονο πάνω στις αριστοτεχνικές ρίμες και το αρμονικότατο μέτρο τους.
Για ένα έμπειρο μάτι, μέσ' από αυτή την απόδοση του λυρικού άλγους όχι κόντρα, αλλά ακριβώς χάρη στο μορφικό στοιχείο και μακρυά από κάθε είδους φορμαλισμό, διαφαίνονται σε όλο τους το φάσμα οι πνευματικές καταβολές και οι ποιητικές αναφορές του νεαρού καινοτόμου: Sn.Sturlusson, Fr.Hoelderlin, H.Heine, J.Keats, Ch.Baudelaire, J.Ringelnatz, Chr.Morgenstern, J.v.Hoddis, R.M.Rilke, K.Tucholsky είναι μάλλον οι πρώτοι (αν ίσως όχι οι σημαντικότεροι) μιας μακράς σειράς ποιητών, των οποίων το έργο μετά την εμφάνιση του Ευστάθιου Δαμίρα μπορούμε και πρέπει να επανεξετάσουμε από εντελώς νέα οπτική γωνία.
Αν όμως η Τευτονική γλώσσα και κουλτούρα, alma mater του σπινθηροβόλου αυτού πνεύματος και της ανήσυχης αυτής ψυχής, προίκισε απλόχερα τον Ευστάθιο Δαμίρα με μια αναλυτική ικανότητα διεισδυτικότητος ηλεκτρονικού μικροσκοπίου, μόνο στη -μητρική του- νεοελληνική γλώσσα, μια γλώσσα κατά τον ίδιο "γελοιωδώς περιφραστική και ασύλληπτη στις ασάφειες και τις αντιφάσεις της", μπόρεσε o maitre να βρει το εύπλαστο μέσο έκφρασης με το οποίο θεμελίωσε το κατώφλι του προσωπικού του Gradus ad Parnassum. Θα ήταν ύβρις να αποπειραθώ εδώ να περιγράψω την αρτιότητα, την ισορροπημένη δυναμική, το θείο dolor lyricus και την ουράνια αρμονία που ακτινοβολούν οι στίχοι του, πόσο μάλλον να αναλύσω τα ποικίλα εργαλεία με τα οποία τους πλάθει.
Είναι τελικά ο Ευστάθιος Δαμίρας ένας ευφυέστατος και πρωτοπόρος στοχαστής ή ένας ποιητής ευλογημένος από τις Μούσες; Αμφότερα και ουδέν. Μέσα από τη γλυκιά μοναξιά της σκονισμένης βιβλιοθήκης του, μια μοναξιά όμως που δεν ταυτίζεται με την Einsamkeit, αλλά με το Alleinsein, ήτοι την "όλα σε ένα" κατάσταση υπέρτατης εσωτερικής πληρότητος, η πέννα του Ευστάθιου Δαμίρα προσφέρει γενναιόδωρα στον αναγνώστη πυκνό τον Aτόφιο Λόγο και ο νεαρός δημιουργός, έχοντας πράξει ως lumen mundi ακέραιο το ιερό του καθήκον, οδηγείται, λυτρωμένος πλέον, στον ψυχικό του καθαρμό: "Dixi et salvavi animam meam" θα μπορούσε να ήταν, αν δεν τον διέκρινε η παροιμιώδης του σεμνότητα, η κατακλείδα κάθε στροφής.
Ας μη σε καθυστερώ όμως πλέον, αναγνώστη... sapere aude - scrolle et lege !
Κ.Κ.
|