Πεζά

Χρήστος Ρικούδης   


Ο Πελεκάνος, η μελιτζάνα, ο Bizet και άλλα

Ξυπνησα απο τη φωνη μιας κουκουβαγιας που εκρωζε φοβισμενα. Στριφογυρισα στο χαμηλο, μωβ κρεββατι μου, και πεταξα το γαλαζιο μαξιλαρι στο ροζ ξυπνητηρι-ελεφαντα που ειχε αρχισει να κουδουνιζει την Suite nr. 1 απο την Καρμεν του Bizet. Σηκωθηκα, πλυθηκα, και βγηκα για πρωινο. Εξω, κοντευε να χαραξει, και το κρυο παγωνε ακομη και τις μυγες, που επεφταν σαν μικρες κρυσταλλινες μπιλιες στο καλογυαλισμενο καρω πεζοδρομιο. Ξαφνικα καταλαβα οτι κρυωνα τοσο, επειδη δε φορουσα το παντελονι μου. Μπηκα σε ενα τηλεφωνικο θαλαμο, και εκανα ενα διεθνες τηλεφωνημα. Πηρα ενα καφε κι ενα ντονατ απο εναν υπαιθριο λουκουματζη, και εκατσα σε ενα παγκακι κοιτωντας τα πεινασμενα αλμπατρος που σεργιανιζαν τεμπελικα στον ουρανο. Σε λιγο εφθασε ενας υπαλληλος της British Air Parcel Service. "Το παντελονι που παραγγειλατε απο τα Harrod's", μου ειπε. "Ειναι αξιοθαυμαστοι αυτοι οι εγγλεζοι", παρατηρησα καθως τον πληρωνα με την πιστωτικη μου καρτα. Φορεσα το παντελονι μου, μπηκα στο διπλανο εστιατοριο, και παρηγγειλα ενα σαντουιτς με γυρο και ταραμοσαλατα. Πηρα το πακετο και γυρισα στο διαμερισμα μου. Καποιος μου ειχε ταχυδρομησει εναν πελεκανο. Ανοιξα την πορτα μου και τον οδηγησα στην αποθηκουλα διπλα απο το καθιστικο. Του εφερα απο την κουζινα ενα μπωλ με γαλα και κουλουρακια. Εσκυψε στο μπωλ, και αρχισε να τσιμπολογαει ευχαριστημενος. Καθησα στον καναπε και ανοιξα την τηλεοραση. Επαιζε ενα reprise απο τον Στηβεν Σπηλμπεργκ της Καζαμπλανκα, με την Σαρον Στοουν και τον Μπρους Σπρινγκστην, ο οποιος εκεινη τη στιγμη απευθυνοταν προς εναν ξανθο μακρυμαλλη, σκυμμενο πανω σε ενα ροζ πιανο. "Play it again, Axl!". Εκλεισα αηδιασμενος την τηλεοραση. Πηγα στο γραφειο μου και συνεχισα να μεταφραζω το τριτο κεφαλαιο του "Τροπικου του Καρκινου" στα αρχαια Αραμαϊκα. Τελειωσα, φορεσα το σακκακι μου και ετοιμαστηκα να ξαναφυγω. Κατεβαινοντας, με προλαβε ο ταχυδρομος, με ενα τηλεγραφημα του εκδοτη μου που μου ανακοινωνε οτι εκδοθηκε η τελευταια μου μεταφραση της "Αβασταχτης ελαφροτητας του Ειναι" στα Κελτικα. Εβαλα το τηλεγραφημα στην τσεπη μου, και βγηκα στο δρομο. Αγορασα ενα κουτι σπιρτα απο το περιπτερο, εβγαλα ενα κουβανεζικο πουρο απο την εσωτερικη τσεπη μου, εσκισα το περιτυλιγμα με τη φωτογραφια του στρατηγου Μπατιστα, και το αναψα. Μπηκα στην φωσφοριζε πορτοκαλια λαμποργκινι μου, προσπερνωντας εναν ισραηλινο στρατιωτικο αξιωματουχο, που επεφτε πληγωμενος απο τις σφαιρες δυο τρομοκρατων της PLO. Σε δεκα λεπτα εφτασα στο γραφειο μου. Ξαφνικα θυμηθηκα οτι ειχα ξεχασει να παρω το φαγητο μου. Οδηγησα πισω στο σπιτι μου. Τρια πιτσιρικια μετρουσαν τις τρυπες απο τις σφαιρες στο σωμα του νεκρου ισραηλινου. Μπηκα στο διαμερισμα μου και πηρα το πακετο με το σαντουιτς. Ο πελεκανος, ειχε στοιβασει χαρτοκουτα και κουβερτες, και ειχε μετατρεψει την αποθηκουλα σε φωλια. Στο δρομο, τρεις αραβες φορτωναν με τη βοηθεια δυο αστυνομικων, το πτωμα του αξιωματικου σε ενα φορτηγακι με τα αρχικα της PLO. Εφτασα στο πολυτελες συγκροτημα κτιριων που στεγαζε το γραφειο μου. Ανεβηκα μεχρι τον δεκατο εβδομο οροφο με το ασανσερ, και κατεβηκα απο τη σκαλα ως τον δεκατο τριτο. Μπηκα στο γραφειο μου, και στρωθηκα στη δουλεια. Μετα απο αρκετη ωρα, χτυπησε το τηλεφωνο. Ηταν ενας μηχανολογος που επεμενε οτι ειχε τηλεφωνησει σε αποθηκη ηλεκτρικων ειδων, και ηθελε να παραγγειλει μια πιτσα. Τον διαολοστειλα και εκλεισα το τηλεφωνο. Πηγα στο μπαρ του γραφειου μου, και γεμισα με λικερ ενα πλαστικο ποτηρακι με το σημα της United Artists. Ξετυλιξα το σαντουιτς, και το εφαγα πινοντας το λικερ. Βγηκα στο δρομο και εκοψα ενα χουρμα απο την αυτοφυη μπανανια που υπηρχε στον κηπο. Ο χουρμας ηταν απαισιος - ειχε γευση βερυκοκο. Αρχισα να περπατω ανεμελος στο πεζοδρομιο, παρακολουθωντας τα βατραχια που κοαζαν επανω στις φτελιες. Προσπερασα μια γιγαντοαφισα του Γερμανικου υπουργειου Αμυνης που ζητουσε δημοψηφισμα για να επιτραπουν οι Αμερικανικες πυρηνικες δοκιμες σε Γαλλικο εδαφος, και μπηκα σε ενα πολυκαταστημα ηλεκτρικων ειδων. Αγορασα ενα φουρνο μικροκυματων και ενα υποβρυχιο φακο που λειτουργουσε με ηλιακη ενεργεια. Γυρισα στο διαμερισμα μου, και εβαλα το φουρνο μικροκυματων στην κουζινα. Εκοψα μια βαθυκοκκινη μελιτζανα απο τη ζαρντινιερα της βεραντας, και την εβαλα στο φουρνο. Σε πεντε λεπτα ηταν ετοιμη. Την εκοψα σε φετες, και εβαλα κετσαπ και ριγανη. Ανοιξα την τηλεοραση, τρωγοντας. Η Σαρον Στοουν ειχε αντικατασταθει απο ενα εξηνταχρονο καθηγητη βιολογιας, που ανελυε τα αποτελεσματα των αγωνων της περασμενης Κυριακης. Παρακολουθησα την εκπομπη και κατεβηκα στο δρομο να παρω μια εφημεριδα. Κλωτσησα νευριασμενος τον ροζ ρινοκερο του γειτονα, που μασουλαγε νωχελικα τα λουλουδια που ειχα φυτεψει στην αυλη μου. Αγορασα την εφημεριδα μου, και προχωρησα κατα μηκος της λεωφορου, ωσπου εφτασα στο πανεπιστημιο. Μπηκα στο αμφιθεατρο της ιατρικης. Ηταν γεματο φοιτητες της νομικης που παρακολουθουσαν με προσηλωση την παραδοση ενος μηχανολογου. Καθισα στο κοντινοτερο εδρανο, και αναψα την πιπα μου. Ενας φοιτητης μου εδειξε μια πινακιδα. "Απαγορευεται αυστηρως η πιπα μετα τις τρεις το απογευμα". Καποιος ειχε προσθεσει απο κατω με μαρκαδορο "Και πριν τις εννια το βραδυ." Εσβησα την πιπα μου και αναψα ενα πουρο, με ενα βραδυφλεγες σπιρτο που δεν ελεγε να σβησει με τιποτα. Το πεταξα στο σκουπιδοντενεκε, και ανοιξα την εφημεριδα μου. Ο συλλογος πτυχιουχων παραψυχολογων καταδικαζε την προβλεψη ενος αστρολογου, σχετικα με την επικειμενη καταστροφη απο φωτια ενος μεγαλου εκπαιδευτικου ιδρυματος. Αηδιες. Γυρισα στα αθλητικα, και αρχισα να διαβαζω τη στηλη των πικγουινοδρομιων. Ανοιξα το γιακα μου. Η ζεστη ειχε γινει αφορητη. Βγηκα απο το αμφιθεατρo. Η ωρα ηταν ηδη εξι. Πηγα στο σπιτι μου, πηρα μια σβηστηρα και αρχισα να σβηνω σταυρολεξα. Συντομα βαρεθηκα. Πηρα ενα μπωλ με ποπκορν και το πηγα στον πελεκανο. Ειχε γεννησει ενα μεγαλο, βιολετι, κυβικο αυγο και το κλωσσουσε μετα μανιας. Περιεργο. Δεν ηξερα οτι οι πελεκανοι κανουν αυγα. Εξω ειχε αρχισει να βραδιαζει, και ο κουρασμενος ηλιος εδινε σιγα σιγα τη θεση του σε ενα αστροπελεκημενο, ψηφιδωτο, πρασινο φεγγαρι με μωβ ριγες. Ντυθηκα, και βγηκα παλι στο δρομο, προς αναζητηση μπαρ. Στο δρομο με σταματησε μια εξωφρενικα κακοντυμενη πορνη. Της εκλεισα ραντεβου για τρεις ωρες αργοτερα, δινοντας της αντι την πραγματικη μου διευθυνση, τη διευθυνση της Αρχιεπισκοπης της Καθολικης Εκκλησιας. Μπηκα στο κοντινοτερο μπαρ, και εκατσα στον παγκο. Ενας γερος κινεζος τραγουδουσε ενα τραγουδι του james brown με τη συνοδεια αρπας. Παρηγγειλα ενα μαρτινι με γαλα. Γυρισα και αρχισα να παρακολουθω μια στυχομυθια μεταξυ δυο μεθυσμενων ιρλανδων μηχανικων υποβρυχιων και τριων σουηδων ψημικων ντυμενων με παραδοσιακες ισπανικες ενδυμασιες, σχετικα με το θεμα καποιας καλογριας, τη στιγμη που εφτασε το ποτο μου. Ηπια μια γουλια και συνεχισα να παρακολουθω τη στιχομυθια, που αρχισε να εξελισσεται σε καβγα. Κατα τις δωδεκα και μιση κοιταξα το ρολοι μου, και επιβεβαιωσα οτι ηταν πραγματι δωδεκα και μιση. Πληρωσα το ποτο μου, σηκωθηκα, και γυρισα στο σπιτι μου. Μια μεγαλη καμπια περπατουσε στο δρομο, αποφευγοντας επιδεξια τις ροδες των υπεραστικων πρασινων λεωφορειων. Ενας ληστης με σταματησε και μου ζητησε το πορτοφολι μου. Δυστυχως δεν το ειχα μαζι μου, και αντι γι αυτο του υπεγραψα μια επιταγη. Ανεβηκα στο διαμερισμα μου, καληνυχτισα τον πελεκανο μου, ειδα τηλεοραση, εφαγα τρια πακετα ποπκορν και επεσα για υπνο.

Καλαμπόκι από το Τελ Αβίβ

Αν υπηρχε κατι στον κοσμο που να τον εκνευριζει αφορητα, ηταν οι καταιγιδες. Και αυτη τη στιγμη, κλεισμενος στο γραφειο του, παρακολουθουσε ακριβως μια τετοια καταιγιδα, που του σμπαραλιαζε τα νευρα. Ειχε δει καταιγιδες και καταιγιδες, αλλα αυτη ηταν καπως διαφορετικη. Διαρκουσε ασταματητα επι εφτα μερες τωρα, και μαλιστα με αμειωτη ενταση, σε ολο τον κοσμο. Οι μετεωρολογοι ειχαν εκπλαγει, ανικανοι να εξηγησουν το φαινομενο.

Ασε που η καταιγιδα μπερδευε και τις γραμμες του ΟΤΕ. Σηκωσε το ακουστικο για πεμπτη φορα και καλεσε υπεραστικο στο Τελ Αβιβ. Και για πεμπτη φορα ακουσε τη φωνη της τηλεφωνητριας : "The number you are dialing does not exist. Please che..."

-"Γαμωτο!". Εκλεισε το τηλεφωνο εκνευρισμεμος. Σηκωθηκε απο το γραφειο του και πηγε στο μπαρ. Ανοιξε ενα μπουκαλι jack daniels και γεμισε ενα ποτηρι με παγακια.

"Γαμωτο!", επανελαβε. "Ολος ο κοσμος να γιορταζει στο σπιτι του το Πασχα, κι εγω σα μαλακας να προσπαθω να κλεισω παραγγελια για δεκα τοννους καλαμποκι απο το Τελ Αβιβ!"

Πλησιασε την τηλεοραση. Του την ειχε κανει δωρο η γυναικα του για τα γενεθλια του. Χαμογελασε. Ηξερε, οπως και αυτη, οτι οταν εργαζεσαι τη νυχτα, διχως κανεναν αλλον στο κτιριο, χρειαζεσαι κατι για να σε διασκεδαζει, και να σου κραταει συντροφια. Ευτυχως που το ηξερε και ο προισταμενος του, γιατι αλλιως δε θα τον αφηνε ποτε να την εγκαταστησει στο γραφειο του.

Ανοιξε την τηλεοραση σε ενα τυχαιο καναλι. Γυρω απο ενα στρογγυλο τραπεζι, διαφοροι επιστημονες προσπαθουσαν να εξηγησουν τις περιεργες καιρικες συνθηκες που επικρατουσαν. Αναγνωρισε μερικους απο αυτους, απο φωτογραφιες στα εκλαικευμενα αρθρα εβδομαδιαιων περιοδικων ποικιλης υλης που διαβαζε η γυναικα του.

Η καμερα πλησιασε τον ομιλητη. Ηταν καθισμενος σε μια αναπηρικη καρεκλα, με μια οθονη προσαρμοσμενη επανω της. Μιλουσε με πολυ αργο ρυθμο, σχεδον δεκα λεξεις το λεπτο.

"...προκυπτει απο τις παρατηρησεις μου, βρισκομαστε μπροστα σε ενα εξαιρετικα ενδιαφερον φαινομενο, μια χωροχρονικη ανωμαλια ακριβως πανω απο το Ισραηλ..."

-"Ηλιθιοι επιστημονες". Εκλεισε την τηλεοραση και ξανακαθησε στο γραφειο του. Καλεσε για εκτη φορα τον αριθμο. Μετα απο αρκετη αναμονη, ακουσε το χαρακτηριστικο τονο απαντησης. Σε λιγο, μια γυναικα απαντησε στην κληση του.

Εκλεισε το τηλεφωνο απογοητευμενος. Ειχαν μπερδευτει ολες οι γραμμες, λεει. Ακομη μια προσπαθεια ομως, δε θα εβλαπτε. ανακαλεσε τον αριθμο και περιμενε. Ακουσε ενα περιεργο σημα. Ηταν ετοιμος να κλεισει το ακουστικο, οταν ακουσε ενα βροντερο ηχο, σα μπουμπουνητο. ξαναπλησιασε το ακουστικο στο αυτι του. Απο το αλλο ακρο, ακουγοταν διαφορες κραυγες και θρηνοι, αναμεμιγμενοι με τις αστραπες και τις βροντες της καταιγιδας.

"Που διαολο συνδεθηκα τωρα?" αναρωτηθηκε, οταν ξαφνικα ακουσε απο το ακουστικο μια σπαρακτικη κραυγη : -"ΘΕΕ ΜΟΥ, ΘΕΕ ΜΟΥ, ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΕΣ?"

-"Τι διαολο ηταν παλι αυτ..."

η φωνη απο το ακουστικο ξαναδιεκοψε τις σκεψεις του. -"ΠΑΤΕΡΑ! ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ ΠΑΡΑΔΙΔΩ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΜΟΥ!"

Μια αστραπη φωτισε ξαφνικα τον ουρανο. Ειδε ενα απο τα εξωτερικα καλωδια του κτιριου να φωτιζεται, και μια λαμη να προχωραει απο το κτιριο. Η λαμψη εξαφανιστηκε, για να εμφανιστει και παλι πισω απο τον τοιχο, στις καλωδιωσεις του τηλεφωνου. Πριν καταλαβει τι ακριβως συμβαινει, η λαμψη περασε απο το τηλεφωνο στο ακουστικο του, και τον χτυπησε στο κεφαλι. Επεσε κατω αναισθητος.

Πλησιασε το περιπτερο, και αγορασε μια σοκολατα. Την ξετιλυξε, και αρχισε να την τρωει, καθως διεσχιζε το δρομο. Αυτες οι διακοπες στο Βατικανο την ειχαν ξεκουρασει οσο τιποτε αλλο στη ζωη της. Ευτυχως που η καταραμενη καταιγιδα ειχε σταματησει εδω και δυο μερες. Απο τη γωνια του δρομου ακουσε φασαρια και θορυβο. Εστριψε απο τη γωνια απορημενη. Τρεις νοσοκομοι και δυο αστυνομικοι κουβαλουσαν εναν αντρα ντυμενο με κουρελια προς το μερος ενος ασθενοφορου. Εμεινε εκπληκτη οταν ειδε ποιος ηταν ο αντρας που κουνιοταν σαν ψαρι προσπαθωντας να ελευθερωθει απο τα δεσμα του, φωναζοντας κατι σε μια ακαταληπτη για αυτην γλωσσα. Ηταν ο διευθυντης πωλησεων της εταιριας της, στο Βερολινο. Πλησιασε εναν αστυνομικο, και του μιλησε στα Ιταλικα.

- "Α, αυτον λετε? Ενας παλαβος που προσπαθουσε να πλησιασει τον Ποντιφηκα ειναι. Μαλιστα, ισχυριζεται οτι ειναι ο Ιησους Χριστος".

Πολεμικαί ανταποκρίσεις

Εκατσε αναπαυτικα στην καρεκλα του μπροστα απο τη γραφομηχανη. Ανοιξε ενα μπουκαλι μπυρα, και ηπιε μια γουλια. Γευστικοτατη. Ειχε μολις γυρισει απο ενα υπεροχο παρτυ, και ηταν στα κεφια του. Εβαλε ενα φυλλο χαρτι στη γραφομηχανη και αρχισε να γραφει.

"Στο συνηθισμενο επιπεδο κυμανθηκαν οι συγκρουσεις και σημερα στο ανατολικο μετωπο. Δεν σημειωθηκε καμμια σημαντικη νικη για κανεναν απο τους αντιπαλους"

"Χμ. Κατι αλλο χρειαζεται", σκεφτηκε. πινοντας αλλη μια γουλια μπυρα.

"Ωστοσο στην ενδοχωρα η κατασταση ειναι μαλλον ταραγμενη. Οι γραμμες ανεφοδιασμου εχουν αρχισει να μειωνονται, και η αντισταση των πολιτων εχει αρχισει να εξασθενει"

"Μμμ, καλο βγαινει.", μουρμουρισε. Κοιταξε τη μπυρα. Κοντευε να τελειωσει. Αδειασε το μπουκαλι και πηγε στο ψυγειο. Ανοιξε αλλο ενα και ηπιε μονορουφι το μισο.

"Αααχ, υπεροχη αυτη η μπυρα!". Πηρε αλλο ενα μπουκαλι και ξαναγυρισε στη γραφομηχανη.

"Αντιθετα, απο τη δυτικη πλευρα της χωρας, οι θεσεις μας εχουν δεχτει καποια πληγματα. Το γενικο επιτελειο διεταξε ανασυνταξη δυναμεων ωστε να ενισχυθει το δυτικο μετωπο."

Κοιταξε τα τρια αδεια μπουκαλια μπυρας. "Πολυ γρηγορα τελειωνει η ατιμη!", σκεφτηκε. Πηγε στο μπαλκονι, και ανοιξε ενα χαρτοκιβωτιο. Πηρε τεσσερις μπυρες και τις εβαλε στο ψυγειο. Ανοιξε ενα πεμπτο μπουκαλι και το ηπιε. Αισθανθηκε αμεσως πολυ καλυτερα. Ξαναγυρισε στη γραφομηχανη και συνεχισε να γραφει.

"Στα ορεινα ομως, η κατασταση ειναι μαλλον ασχημη. Τρια στρατοπεδα εχουν καταληφθει απο τον εχθρο, και πολλοι στρατιωτες παραδιδονται οικειοθελως στις αντιπαλες δυναμεις".

"Καλο.", σκεφτηκε. ανοιξε αλλη μια παγωμενη μπυρα και ηπιε μια γουλια. Ακομη καλυτερη απο την προηγουμενη.

"Τα πεδινα ομως εχουν δεχθει σοβαρα πληγματα απο τις αεροπορικες επιθεσεις. Τρεις πολεις εχουν ηδη καταστραφει, και οι αστεγοι προσφυγες κινουνται ανημποροι προς την ενδοχωρα"

"Εδω χρειαζεται λιγη βια", σκεφτηκε. "Οι αναγνωστες θα καταβαρεθουν". Αδειασε το τραπεζι απο τα αδεια μπουκαλια, και ακουμπησε με δυσκολια ενα κασονι μπυρες στη θεση τους. Παρολιγο να πεσει. Κρατηθηκε απο το τραπεζι και συνεχισε, ανοιγοντας αλλο ενα μπουκαλι.

"Η συμπρωτευουσα εχει ηδη καταληφθει απο τα αντιπαλα στρατευματα. Ο εθνικος στρατως εχει αρχισει να υποχωρει προς το Νοτο, ενω στις μεγαλυτερες πολεις η αντισταση εχει καταπνιγει απο το στρατο"

"Μπα, πολυ ηρεμο ειναι", σκεφτηκε. Αλλαξε φυλλο στη γραφομηχανη, πινοντας αλλη μια μπυρα. Εσκισε το φυλλο που μπηκε στραβα, και εβαλε ενα αλλο.

"Στο μεταξυ η πεινα θεριζει τον πληθυσμο της χωρας. Οι ανθρωποι αναγκαζονται να σφαζουν τα αδεσποτα σκυλια, και οι λεηλασιες δε σταματουν ουτε στιγμη. Η κυβερνηση σκεφτεται σοβαρα να μειωσει το δελτιο τροφιμων. Προχθες περνωντας απο το δρομο, ειδα μια μανα να θαβει το νεκρο απο την πεινα παιδι της."

Ανοιξε αλλο ενα μπουκαλι. Το κασονι κοντευε να τελειωσει.

"Το ηθικο των στρατιωτων εχει πεσει κατακορυφα. Οι περισσοτερες θεσεις εχουν καταληφθει απο τα αντιπαλα στρατευματα, τα οποια εχουν αρχισει τη λεηλασια στις κυριοτερες πολεις. Οι εκτελεσεις δε σταματουν στιγμη. Αυτη την ωρα ακουω πυροβολισμους και βροντες κανονιων. Το μεγαλυτερο τμημα της πολης εχει καταστραφει ολοσχερως".

Πεταξε το αδειο μπουκαλι μπυρας στον τοιχο, κανοντας το θρυψαλλα. Στριφογυρισε στην καρεκλα του, και συνεχισε.

"Οι κατακτητες ειναι αγριοι, ανηλεοι. Σημερα ειδα δυο στρατιωτες να βιαζουν μια κοπελα. Ηταν δεν ηταν δεκαεξι ετων. Ουρλιαζε απο τον πονο. Αφου τελειωσαν, την εσφαξαν και την πεταξαν στα σκυλια. Οποιος βρεθει να κυκλοφορει διχως αδεια στους δρομους εκτελειται επι τοπου."

Κοιταξε το ρολοι του και ηπιε αλλη μια γουλια.

"Οι στρατιωτες κανουν επιδρομες στα χωρια. Εκτελουν ολο τον αντρικο πληθυσμο ανω των δεκαπεντε ετων. Οι γυναικες βιαζονται και εκτελουνται μπροστα στα ματια των αντρων τους. Στις πολεις, οι στρατιωτες στηνουν μπλοκα και πυροβολουν ανεξελεγκτα οποιον τολμησει να πλησιασει. Αιματα και σαρκες εχουν πλημμυρισει τους δρομους, ενω οι τοιχοι των κτιριων ειναι καταγαζωμενοι απο τις σφαιρες των πολυβολων"

Ανοιξε την προτελευταια μπυρα. "Γαμωτο, μου τελειωνουν", σκεφτηκε.

"Φοβος και τρομος εχει κυριευσει την περιοχη. Η πανουκλα θεριζει κυριολεκτικα τους παντες, ενω το μεγαλυτερο μερος της χωρας καταπνιγεται στις φλογες. Οι στρατιωτες ορμανε με νυχια και με δοντια σε οποιον δουν μπροστα τους. Αντρες και γυναικες κρεμονται με θηλειες απο τους στυλους του ηλεκτρικου. Μικρα παιδια κειτονται νεκρα στους δρομους. Οι στρατιωτες περνωντας τα κλωτσανε. Εκατομμυρια ανθρωπων εχουν μεινει αστεγοι. Σχεδον ολοκληρη η χωρα εχει μετατραπει σε χαλασματα. Ο στρατος δε γνωριζει οσια και ιερα. Το μεσημερι μαζεψαν ολους τους ιερεις των εκκλησιων και τους εκτελεσαν στην κεντρικη πλατεια της πολης. Οι βιασμοι και οι λεηλασιες δε σταματουν πουθενα. Χαος και φοβος βασιλευει παντου. Αυτη τη στιγμη ενω σας γραφω, ενας στρατιωτης μου κοβει το χερι για να μου παρει το ρολοι, ενω ενας αλλος μου εχει ανοιξει την κοιλια με την ξιφολογχη του και ετοιμαζεται να με κρεμασει απο ενα δεντρο."

Εβγαλε το φυλλο απο τη γραφομηχανη γελωντας. "Υπεροχο!", σκεφτηκε, καθως βγηκε παραπατωντας στο δρομο. Ταχυδρομησε τις σελιδες και γυρισε τραγουδωντας στο σπιτι του. Επεσε και κοιμηθηκε σαν κουτσουρο.

Τον ξυπνησε το τηλεφωνο. Ηταν ο εκδοτης του:
"Πολυ ζωντανες αυτες οι πολεμικες ανταποκρισεις που γραφεις. Μα ειναι τοσο κακη η κατασταση εκει περα? Πως τα καταφερνεις? Οι αναγνωστες εχουν ξετρελλαθει μαζι σου και η κυκλοφορια μας εχει φτασει στα υψη... Τι θα ελεγες για μια θεση στη συνταξη της εφημεριδας?"

Γκόλ

Τρεχαμε σε ενα μεγαλο, καταπρασινο λιβαδι, γεματο ανθισμενα αγριολουλουδα. Τα πουλια κελαηδουσαν χαρουμενα, κατω απο τον καθαρο, γαλαζιο ουρανο. Καθησαμε αγκομαχωντας κατω απο ενα μεγαλο δεντρο με πυκνο, πρασινο φυλλωμα, και μεγαλους, φωτεινοχρωμους καρπους. Γυρισε και με κοιταξε. Τα πλουσια, μακρια της μαλλια επεφταν ελευθερα στους ωμους της.

- "Θελεις ενα φρουτο?", με ρωτησε.

- "Γιατι οχι?"

Σκαρφαλωσε με ευλυγισια στο δεντρο. Εκοψε δυο καρπους με γρηγορες, ανετες κινησεις που αναδεικνυαν το νεανικο, καλοσχηματισμενο της σωμα. Κατεβηκε και μου εδωσε το ενα φρουτο, ενω δαγκωνε το δικο της. "Ωραιο", μου ειπε. Ηταν, πραγματι, νοστιμο και ζουμερο.

Ξαφνικα σηκωθηκε, και αρχισε να τρεχει προς το λοφο. Την προλαβα, και τυλιξα τα χερια μου γυρω της. Πεσαμε γελωντας στο καταπρασινο εδαφος. Γυρισε και κοιταξε την καλοθρεμμενη, νεαρη αγελαδα που μασουλαγε αμεριμνα το φρεσκο χορταρι.

- "Δεν πιστευω να την ενοχλουμε..."

- "Καθολου!", αποκριθηκα.

Γυρισε και με κοιταξε. Καθως το βλεμμα της συναντηθηκε με το δικο μου, προσεξα μια γυαλαδα στα ομορφα, καστανα ματια της. Μου ψυθιρισε ανεπαισθητα, καθως εσκυβε προς το μερος μου :

- "Σ'αγαπ..."

Μια δυνατη φωνη τη διεκοψε, κανοντας την να στραφει προς το πλαι.

- "Γαμωτο, με πρηξανε!"

Μια φοβερη σκεψη περασε απο το νου μου. Οχι, δεν ηταν δυνατο να συμβαινει αυτο το πραγμα.

- "ΟΧΙ! ΜΗΝ ΑΛΛΑΖΕΤΕ ΚΑ..."

Ηταν ηδη πολυ αργα. Ολα εγιναν σε κλασματα του δευτερολεπτου, ομως μου φανηκε πως περασαν αιωνες. Γυρισε τρομαγμενη και με κοιταξε σφιγγοντας το χερι μου.

- "Τι συμβαινει?", με ρωτησε φοβισμενη.

Ειχε αρχισει ηδη να χανεται απο το βλεμμα μου. Γυρισα προς την αγελαδα, η οποια ομως δεν ηταν πια εκει. Γυρω μας ειχε αρχισει να σχηματιζεται ενα λεπτο, ασπρο διχτυ. Κοιταξα το χερι μου. Ειχε αρχισει να διαλυεται. Ποτε δεν πιστευα οτι θα γινοταν τοσο γρηγορα.

- "Αυτος ο ηλιθιος αλλαξε καν..."

Δεν προλαβα να αποτελειωσω τη φραση μου. Ξαφνικα, ενα στρογγυλο αντικειμενο με χτυπησε με τρομερη ταχυτητα στο μαγουλο. Επεσα προς το πλαι. Ξαφνικα, ολα σκοτεινιασαν γυρω μου.

- "ΓΚΟΛ!"

Αφησε το τηλεκοντρολ στο τραπεζακι, και στραφηκε προς τον καναπε. Η κορη του τον κοιτουσε θυμωμενα, πνιγοντας την οργη της μεσα της.

- "Οριστε. Με τις μελο αηδιες που βλεπεις συνεχεια στο αλλο καναλι, εχασα κιολας το πρωτο ημιχρονο!"



Κεντρική Σελίδα